- απογραφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην απογραφή: Πρόσφατα απογραφικά στοιχεία για τον πληθυσμό της χώρας μας δεν έχουμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.